της Δομνίκης Καπέλλα
Βάλετε φόρους,
βάλετε εις την πτωχή μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα,
σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι,
κ' εμείς να σας κυττάζωμε με μάτι σαν γαρίδα.
Βαρειά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει...
βάλετε φόρους, βάλετε, κι' η ράχη μας αντέχει...
Ό,τι καλό κι αν έχωμε απάνω μας ας μείνη,
στα πρόσωπά μας ας χυθή του μαρασμού το χρώμα,
μ' εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνη,
φορολογήσετε κι' αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
Του κρέατός μας κόβετε καμμιά παχειά λωρίδα,
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα,
σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι,
κ' εμείς να σας κυττάζωμε με μάτι σαν γαρίδα.
Βαρειά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει...
βάλετε φόρους, βάλετε, κι' η ράχη μας αντέχει...
Ό,τι καλό κι αν έχωμε απάνω μας ας μείνη,
στα πρόσωπά μας ας χυθή του μαρασμού το χρώμα,
μ' εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνη,
φορολογήσετε κι' αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
Του κρέατός μας κόβετε καμμιά παχειά λωρίδα,
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.
Ό,τι κι' αν τρώνε οι πτωχοί, το έθνος ας τα τρώγη,
ό,τι κι' αν πίνουν οι πτωχοί, το έθνος ας το πίνη,
χορταίνετε σαν Λούκουλλοι μ' εμάς το σκυλολόγι,
κι' εμείς θα σας γνωρίζωμε γι' αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάταις πούμαστε αντέχομε εις όλα,
και ούτε τόσο εύκολα τινάζομε τα κώλα.
Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι,
πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των
κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν απάνω στο Παλάτι.
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη,
κι ο λιγοστός απάνω του κανένα να μην πάρη.
Μ'αυτόν τον νόμο έζησε ο κόσμος και θα ζήση,
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία,
δεν ειμπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίση,
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία.
Φτώχια και πλούτος!... ζήτημα του καθενός αιώνος,
ιδού το τέλος κι' η αρχή του φοβερού αγώνος.
Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώση,
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλη τσιμουδιά,
εις της πατρίδος τον βωμόν το αιμα του ας δώση,
χωρίς ν'αφήση στεναγμό η μαύρη του καρδιά.
Κι αν τώρα πάλι έπεσε επάνω του ο κλήρος,
πρέπει και πάλι να φανή γενναίος, μάρτυς, ήρως!
Ο Γεώργιος Σουρής (souris
= ποντικός) γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1853. Τελείωσε το
Γυμνάσιο στην Αθήνα, και συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή, από την
οποία όμως δεν κατάφερε να αποφοιτήσει.
Συνεργάστηκε με περιοδικά της εποχής, Ασμοδαίο, Άστυ και Μη χάνεσαι, Ραμπαγά. Το 1883 εξέδωσε τη δική του σατιρική εφημερίδα
με το όνομα Ρωμηός που
κυκλοφόρησε για 37 ολόκληρα χρόνια, ως το 1918. Ο κόσμος την αγάπησε και
την περίμενε κάθε εβδομάδα. Ασχολήθηκε
επίσης με το θέατρο. Μερικά θεατρικά έργα του, όπως ο Φασουλής φιλόσοφος,
Δεν έχει τα προσόντα, Η χειραφέτηση κ.ά. παίχτηκαν μ' επιτυχία στην Αθήνα,
τη Σύρο και αλλού. Συνήθιζε να αναμιγνύει την καθαρεύουσα με τη δημοτική.
Απέκτησε 5 παιδιά από το γάμο του με τη Μαρία Κωνσταντινίδου
Ως χαρακτήρας ήταν δειλός, μελαγχολικός
μετριόφρων, ευφυέστατος ενώ η πένα του σατιρική και φλεγματική. Προτάθηκε
το 1908, για το βραβείο Νόμπελ. Το 1911 τιμήθηκε με το « Χρυσούν
Σταυρό Του Σωτήρος». Πέθανε το 1919, σε ηλικία 66
ετών.
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες
καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ
πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ
στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ
ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς
εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα
ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου