Του Ι.Π. Στεφανάκου
Στην παλαιότερη αρθογραφία μαςεπισημάναμε τις τεράστιες επενδυτικές δυνατότητες αλλά και το σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα υδροηλεκτρικά για το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας μας. Δυστυχώς όπως είχαμε τονίσει από αυτό το βήμα οι συχνά αναιτιολόγητες και δογματικές αντιδράσεις απέναντι στα μεγάλα υδροηλεκτρικά από τους... «ταλιμπάν» της οικολογίας, έχουν οδηγήσει σε τέλμα την κατασκευή μεγάλων έργων πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, που αφορούν τη ΔΕΗ.
Φτάσαμε λοιπόν στο σήμερα, όπου η χώρα βρίσκεται σε ένα μακρύ τούνελ κρίσης χωρίς ορατό φως, οι επενδύσεις έχουν παγώσει και η λέξη ανάπτυξη παραμένει το υποσχόμενο αλλά απλησίαστο όραμα. Προτού σχεδιάσουμε όμως τις επόμενες κινήσεις, δε θα πρέπει κάποια στιγμή να κάνουμε μια πρώτη αποτίμηση, των μέχρι σήμερα αποφάσεων και πολιτικών που ακολουθήθηκαν στην ενέργεια;
Κόστος
Προ ημερών ανακοινώθηκε η περίφημη αύξηση στο τέλος ΕΤΜΕΑΡ, που επιδοτεί – κατά ένα μέρος λένε οι φορείς των ΑΠΕ – την πράσινη ενέργεια. Για λόγους οικονομίας θα δεχθώ την επιχειρηματολογία αυτή. Ακόμη και έτσι όμως, δεν παύει το ηλεκτρικό σύστημα να παραμένει ακριβό και οι νέες μονάδες που εντάσσονται να μην συντελούν στη μείωση αυτού του κόστους.
Όμως οικονομική ανάπτυξη και βιομηχανική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς φθηνή ενέργεια. Αυτό το βλέπουμε σε όλες τις χώρες του κόσμου όπου η βιομηχανία τροφοδοτείται είτε από πυρηνική ενέργεια είτε από υδροηλεκτρικά. Το είδαμε και στη χώρα μας όταν το συγκρότημα του Αχελώου, σχεδιάστηκε αρχικά τη δεκαετία του 50 προκειμένου να τροφοδοτεί με φθηνή ενέργεια τις ανάγκες του νέου τότε εργοστασίου της Πεσινέ, του σημερινού Αλουμινίου.
Στην Ελλάδα έχουμε ταχθεί και ορθά εναντίον της πυρηνικής ενέργειας και μέχρι σήμερα η χαμηλού κόστους ενέργεια που διαθέτουμε προέρχεται από τα λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια της ΔΕΗ. Ως προς τα λιγνιτικά αυτό σύντομα πρόκειται να αλλάξει, με δεδομένο ότι το κόστος θα ανέβει σημαντικά εξαιτίας της υποχρέωσης για αγορά δικαιωμάτων ρύπων για το σύνολο των εκπομπών των ρυπογόνων αυτών μονάδων. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι από πού θα έχουμε φθηνό ρεύμα τα επόμενα χρόνια; Υπό τις νέες συνθήκες η μοναδική πηγή φθηνού ρεύματος «βάσης», με μηδενικό κόστος καυσίμου είναι τα μεγάλα υδροηλεκτρικά.
Ασφάλεια προμήθειας
Το χειμώνα του 2009 αλλά και φέτος ζήσαμε το ίδιο θρίλερ όταν παρουσιάστηκαν προβλήματα στην τροφοδοσία της χώρας με φυσικό αέριο. Το 2009 ήταν η Ρωσοουκρανική κρίση, το 2012 τα προβλήματα με τους Τούρκους. Το φυσικό αέριο είναι ένα εισαγόμενο καύσιμο και υπό αυτή την έννοια η χώρα εξαρτάται από τρίτους, για την εξασφάλιση της ενεργειακής της επάρκειας τροφοδοσίας. Δε θα ήταν λογικό λοιπόν με δεδομένη την εμπειρία από τις κρίσεις αυτές , που μπορεί να επαναληφθούν στο μέλλον και να έχουν πολύ πιο οδυνηρές συνέπειες, να δοθεί έμφαση σε εγχώρια «καύσιμα» που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του ηλεκτρικού συστήματος σε ενέργεια βάσης; Ποια είναι αυτά τα εγχώρια καύσιμα: ο λιγνίτης – με όλα τα αρνητικά παρεπόμενα - και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά.
Εγχώρια προστιθέμενη αξία
Στη φάση της κατασκευής τους τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα είναι οι ενεργειακές επενδύσεις με τη μεγαλύτερη εγχώρια προστιθέμενη αξία (υπερβαίνει το 70%). Απασχολούν πολυάριθμο επιστημονικό και εργατικό προσωπικό , τόσο κατά τη φάση μελέτης όσο και της κατασκευής. Έχουν τη δυνατότητα να δώσουν πνοή στο μελετητικό και κατασκευαστικό κλάδο που μαστίζεται σήμερα πό την κρίση και σημαντικές εμπειρίες στη νέα γενιά επιστημόνων της χώρας που βιώνει την πλήρη απαξίωση.
Μπορούν να αποτελέσουν χώρους σημαντικής τουριστικής ανάπτυξης και αγροτοοικονομίας, ως έργα πολλαπλής σκοπιμότητας, που εξασφαλίζουν πέραν της ενεργειακής παραγωγής, άρδευση, ύδρευση, αναψυχή (λίμνη Πλαστήρα, έργα Αχελώου, Νέστου κλπ).
Τα μεγάλα υδροηλεκτρικά λοιπόν έχουν τρία σημαντικά πλεονεκτήματα: Παράγουν χαμηλού κόστους ενέργεια, συμβάλουν στην ενεργειακή αυτονομία και τη μείωση των εξαγωγών και αποτελούν μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, τόσο στη φάση της κατασκευής όσο και στη φάση λειτουργίας. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι γιατί πρέπει να δοθεί έμφαση στα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Με τα σχέδια διαχείρισης που δημοσιεύθηκαν, εκδηλώθηκαν κάποιες «περίεργες» ευαισθησίες δήθεν οικολογούντων. Μήπως υποκρύπτουν άλλα συμφέροντα;
*Ο κ. Ι. Π. Στεφανάκος είναι μηχανικός, λέκτορας ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου